Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Πιστεύω;



Όσο ξεφεύγω από τα καθημερινά και αφουγκράζομαι τα σπουδαία..., ναι· ίσως τελικά να πιστεύω περισσότερο απ' όσο νομίζω...

Ευχές σε όλους, πιστούς και μη!

Ο πίνακας (Ο άπιστος Θωμάς) ανήκει στον Caravaggio. Το μουσικό θέμα With This Love που ακούγεται σήμερα είναι από το άλμπουμ Passion του Peter Gabriel, το soundtrack της ταινίας Ο Τελευταίος Πειρασμός του Martin Scorsese (βασισμένης στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη). Και τα δύο εκλεκτά έργα αφιερώνονται εξαιρετικά στην εκλεκτή της καρδιάς μου.

Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Παιχνίδια της μνήμης



Παρεξηγημένη υπόθεση η βυζαντινή μουσική! Παρεξηγημένη και παραμελημένη. Ο δυτικός τρόπος ζωής επιτρέπει την ύπαρξή της μόνο ως ένα είδος —θα έλεγα— εξωτικό! Η παντοκρατορία της δυτικής μουσικής έχει επιβληθεί από τις πολυεθνικές βιομηχανίες ως ένας ασφαλής τρόπος για τον έλεγχο της αγοράς, με τους άλλους πολιτισμούς σε ρόλο επικουρικό και μάλλον τουριστικό· έτσι, για την ποικιλία.

Οι μεγάλες μονοκρατορίες της μουσικής έχουν καταφέρει να ελέγχουν τις μνήμες μας. Έχουν καταφέρει να ελέγχουν τι θυμόμαστε και πόσο το θυμόμαστε. Θέλουν να έχουμε έντονες δυτικές μνήμες για να μπορούν να μας λανσάρουν κάθε φορά κάτι παρόμοιο και κοντινό, άρα και εμπορεύσιμο. Θέλουν όμως να θυμόμαστε και πράγματα από τα παιδικάτα μας, γιατί στην περίπτωση που αντιδράσουμε θα έχουν έναν άριστο τρόπο να μας κάνουν να αισθανθούμε ότι ξεφύγαμε επιτυχώς, ότι βρήκαμε το εναλλακτικό – που και πάλι όμως εκείνοι πουλάνε και ελέγχουν! Κι έχουν και τον τρόπο να μας κάνουν να ξαναγυρίσουμε σε πιο mainstream επιλογές...

Η μνήμη, ωστόσο, παίζει τα δικά της παιχνίδια... Μερικές φορές, όσο πολλαπλασιάζεται σε βάθος γενεών, δημιουργεί τα δικά της παρακλάδια, τις δικές της μεταλλάξεις, και ενίοτε υποσκελίζει ακόμα και τα καταγεγραμμένα μνημεία. Είναι δύσκολο να πει κανείς τι απ' όλα είναι λάθος και τι σωστό, τι είναι ομορφότερο και τι πιο αδιάφορο: το καταγεγραμμένο ή εκείνο που επέζησε μέσω της προφορικής παράδοσης;

Αλλιώς θυμάμαι το Ω γλυκύ μου Έαρ κι αλλιώς το ακούω σήμερα από την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία του Λυκούργου Αγγελόπουλου... Πόσο μάλλον όταν —στη συγκεκριμένη ηχογράφηση— ξεπροβάλλει αίφνης ένας στίχος σε μια άγνωστη γλώσσα της ανατολής, παιχνίδι μνήμης που ενώνει στο μυαλό μας όλους αυτούς τους όχι και τόσο μακρινούς πολιτισμούς...

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

Lachrimae Verae



Θα μπορούσε να είναι και στο κλίμα των ημερών αυτό που θέλω να πω. Υπάρχουν στιγμές που μερικοί από μας στεκόμαστε έξω από τα πράγματα και παρακολουθούμε χωρίς τη δυνατότητα να αντιδράσουμε ή χωρίς την επιθυμία να συμμετέχουμε σ' αυτά. Σε κάθε περίπτωση, γινόμαστε παρατηρητές· μα πάντα εκούσια.

Δε θα ήθελα να ασκήσω καμία κριτική και δε θα κρίνω αν αυτό είναι καλό ή κακό, επιτηδευμένο ή αναπόφευκτο. Μπορεί, όμως, να επέλθει η λύτρωση χωρίς —με τον ένα ή τον άλλο τρόπο— να εμπλακούμε;

...

Σήμερα ακούμε Lachrimae Verae του John Dowland, από έναν πολύ ιδιαίτερο δίσκο της ECM —που φλερτάρει τα όρια του crossover— υπό τον γενικό τίτλο In Darkness Let Me Dwell.

Αφιερωμένο εξαιρετικά σ' εκείνους που «επιμένουν» να παρατηρούν...

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Cruci-fiction



Μου πήρε ένα εικοσιτετράωρο να αποφασίσω τι μουσικές να βάλω στο ιστολόγιο εν όψει των ημερών, έκανα κύκλους και κύκλους... και τελικά κατέληξα σε πράγματα γνωστά και αγαπημένα. Η Εβδομάδα των Παθών ήταν ανέκαθεν αγαπημένη εβδομάδα για μένα – τουλάχιστον μουσικά. Όλοι ξαφνικά ανακάλυπταν την «πραγματική μουσική» και γέμιζε ο τόπος από ήχους ενδιαφέροντες! Τα τελευταία χρόνια μπήκε στο παιχνίδι και το κανάλι «Βουλή – Τηλεόραση». Φέτος όμως φαίνεται πως θα προβάλει λιγότερα ακόμη κι από τα συνηθισμένα του. Δυστυχώς.

Πολύς κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει πόσο μπορεί να ενδιαφέρει τον ακροατή μια μουσική (λιγότερο ή περισσότερο) πένθιμη. Όπως, ακόμη, δεν μπορεί να καταλάβει τη σχέση των μουσικών με το Θείο! Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή πολλές φορές η μουσική γράφεται για να εξυμνήσει το Θείο, ενώ άλλες απλά εμπνέεται απ' αυτό. Άλλες, πάλι, το Θείο λειτουργεί μόνο ως πρόφαση. Κάθε δημιουργός και κάθε ερμηνευτής έχει μια πολύ προσωπική σχέση με το θέμα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα έργα που παράγονται μπορούν να είναι —υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις— συγκλονιστικά.

Δε θα μπορούσα να προσπεράσω χωρίς να ακούσω —για μία τουλάχιστον φορά το χρόνο— το εναρκτήριο χορωδιακό από τα Κατά Ιωάννη Πάθη του Μπαχ. Αυτή τη χρονιά το απολαμβάνω σε μία σχετικά καινούρια, «σπιτική» σε όγκο εκδοχή, υπό τον Ολλανδό μαέστρο Jos Van Veldhoven.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Χορωδία – η κοινωνία των τραγουδιστών



Χορωδίες, φωνητικά σύνολα, «ορχήστρες φωνών»... Γέμισε ο τόπος με δαύτα! Κάθε ωδείο, κάθε σχολείο, κάθε γειτονιά, κάθε εκκλησία έχει κι από ένα! Ναι, για την Ελλάδα μιλάω. Βέβαια, το έργο σε καθένα απ' αυτά δεν έχει καμία σχέση με εκείνο που εσείς, οι κοσμογυρισμένοι, έχετε στο μυαλό σας και συνήθως χαρακτηρίζεται με την καταχρηστική έννοια του όρου «ερασιτεχνικό». Στη συνείδηση όμως των περισσότερων Νεοελλήνων, η λέξη χορωδία είναι συνήθως συνυφασμένη με κάποια από τις παρακάτω εικόνες:
  • ομάδα ψαλτών (ανδρών) που ψέλνουν στις εκκλησίες
  • ομάδα τραγουδιστών κάθε ηλικίας (συνήθως του ιδίου φύλου), που κάνουν το κέφι τους τραγουδώντας αγαπημένο παραδοσιακό ή «έντεχνο λαϊκό» ρεπερτόριο (π.χ. καντάδες), απαραιτήτως με ομοιόμορφη αμφίεση ή στολές
  • ομάδα παιδιών, αμφιβόλων μουσικών δεξιοτήτων, πάντα με ομοιόμορφη αμφίεση, που καθοδηγούνται από έναν δάσκαλο με γνώσεις μουσικής εν είδει ατραξιόν!
  • οποιοδήποτε έντεχνο μουσικό σύνολο, ανεξαρτήτως εάν περιλαμβάνει φωνές ή όχι!!!
Σπανίως δε, ταυτίζεται (όχι άδικα) με το χορό του αρχαίου δράματος. Μόνο το μυαλό των ειδημόνων θα πάει απευθείας στη συμφωνική χορωδιακή μουσική ή την όπερα. Και δικαιολογημένα. Στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας μας δε λειτούργησε ποτέ συστηματικά η πολυφωνική μουσική που άνθισε κατά κόρον στη Δυτική Ευρώπη, ούτε περιελήφθη ποτέ στη γενική εκπαίδευση. Ό,τι αντιπροσωπεύει η λέξη «χορωδία» στο μυαλό του μέσου συμπολίτη μας προέρχεται από τον πλασματικό κόσμο της τηλεόρασης κυρίως: ψάλτες στη λειτουργία της Κυριακής, παιδάκια να τραγουδούν για την ειρήνη, γυναίκες εξωραϊστικών συλλόγων σε δημοφιλή παραδοσιακά άσματα...

Το παράδοξο του πράγματος, ωστόσο, είναι το εξής: οι άμεσα εμπλεκόμενοι στο χώρο της κλασικής μουσικής (μαθητές ωδείων, μουσικών σχολείων, καθηγητές, επαγγελματίες μουσικοί...) έχουν διαγράψει από το μυαλό τους όλα τα παραπάνω σκηνικά! Για εκείνους, η χορωδία είναι —αποκλειστικά και μόνο— μια άσκηση πολυφωνίας, μία επίδειξη συντονισμού και ομοιογένειας, μία ευκαιρία επαφής με το έργο μεγάλων δημιουργών και μια συγκυρία ανάδειξης σολιστικών φωνών! Πέρα από τις χορωδίες των ωδείων, των σχολείων και των μεγάλων κρατικών φορέων, τίποτε άλλο δεν ονομάζεται «χορωδιακό τραγούδι»!

Όσο, μάλιστα, εμβαθύνουμε σε αμιγώς επαγγελματικούς χώρους, οι απαιτήσεις μεγαλώνουν και ο ανταγωνισμός κυριαρχεί. Κύρια προϋπόθεση για να ανήκει κάποιος εκεί είναι η σολιστική του ικανότητα (η τεχνική και η ερμηνευτική του επάρκεια) στο κλασικό τραγούδι και τη μουσική ανάγνωση. Χρόνια τώρα αυτό ζητείται! Οι ακροάσεις δεν είναι τίποτε περισσότερο από μίνι εξετάσεις κλασικού τραγουδιού!!! [«Οι υποψήφιοι θα πρέπει να προετοιμάσουν μία άρια αντίκα, μία άρια από όπερα ή ορατόριο και ένα μη στροφικό lied...» – Χμ... κάτι μου θυμίζει...] Αφήστε που και οι εξετάσεις της μονωδίας (πάντα σιχαινόμουν αυτή την άκρως εγωιστική λέξη!) αφήνουν συνήθως απέξω θέματα ζωτικής σημασίας για έναν χορωδό αλλά και για έναν τραγουδιστή γενικότερα. Σπανίως δίνεται βάρος στην τονική σταθερότητα, στον έλεγχο των δυναμικών, στην ακρίβεια της απόδοσης των σημείων έκφρασης της παρτιτούρας, στην ευελιξία της εκφοράς των διαφόρων γλωσσών. Και σχεδόν ποτέ δεν εξετάζεται η ικανότητα του τραγουδιστή να συμπορευτεί με άλλους μουσικούς· ο πιανίστας, μάλιστα, που τον συνοδεύει αντιμετωπίζεται συχνά σα να μην υπάρχει, σα να είναι απλά το σκονάκι του τραγουδιστή που του υπενθυμίζει τον τόνο...!

Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς μπορείς να επιλέξεις έναν συνεργάτη χωρίς θα θέσεις υπό κρίση —έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα— την ικανότητα συνεργασίας και προσαρμογής του με τους άλλους. Πέρα από τα στοιχεία του χαρακτήρα, που λίγο ή πολύ αποκαλύπτονται με τον καιρό, υπάρχουν αντικειμενικά μουσικά χαρακτηριστικά που μπορούν να τεθούν υπό τεχνητή δοκιμή στις ακροάσεις ενός φωνητικού συνόλου. Υπάρχουν απλά και εύκολα τεστ για να δει κανείς τις δυνατότητες ελέγχου μιας φωνής και του αυτιού (από κει ξεκινούν όλα άλλωστε!), τις ευκολίες προσαρμογής της σε διαρκώς μεταβαλλόμενα ηχητικά περιβάλλοντα και την ικανότητα να ακολουθήσει κανείς με ακρίβεια οδηγίες ή να λειτουργήσει συλλογικά στο σωστό και το λάθος.

Τι να τον κάνω έναν τραγουδιστή που μπορεί να πει εξαιρετικά μία ρομαντική άρια (κατά πάσα πιθανότητα θα έχει την μάθει με το δίσκο...) όταν δεν μπορεί να συντονιστεί με ακρίβεια και ευελιξία σε μία φράση τεσσάρων μέτρων με «πονηρές» αξίες και σημεία άρθρωσης;;; Τι να τον κάνω όταν κάθε φορά που νιώθει σίγουρος γι' αυτό που τραγουδάει προσπαθεί να επιβάλει την παντοδυναμία της φωνής του στους δίπλα και να τους παρασύρει στον ηχητικό υποσκελισμό της παραπέρα φωνής;;; Τι να τον κάνω όταν φιλοδοξεί να ξεχωρίσει από τη «μάζα» της χορωδίας;;; Τι να τον κάνω όταν ενοχλείται από την καλοπροαίρετη υπόδειξη ενός συναδέλφου;;;

Για μένα η χορωδία αντιπροσωπεύει ένα πρωταρχικό μουσικό (και όχι μόνο) κοινωνικό κύτταρο. Θα μπορούσε κανείς να πει το ίδιο και για την ορχήστρα· εκεί, όμως, η μεγαλύτερη εξειδίκευση τής προσδίδει χαρακτηριστικά μιας πιο εξελιγμένης κοινωνικής ομάδας. Στις χορωδίες όλοι έχουμε παρεμφερείς ρόλους και δοκιμαζόμαστε στις ίδιες κοινωνικές συμπεριφορές. Κι ο μαέστρος της χορωδίας δεν είναι δικτάτορας αλλά δάσκαλος· ο δάσκαλος που θα μας καθοδηγήσει στη συνεργασία και στο μουσικό αλληλοσεβασμό των προτερημάτων και των ιδιαιτεροτήτων του καθενός από μας.

Κάθε τραγουδιστής μέσα σε μία (καλοστημένη φυσικά) χορωδία δεν έχει τίποτε να χάσει· μόνο να κερδίσει· και στον έλεγχο της τεχνικής του, και στους εκφραστικούς του ορίζοντες και στον αυτοπεριορισμό των λαθών του... παντού! Κυρίως, όμως, βρίσκει τη μοναδική ευκαιρία να ωριμάσει κοινωνικά, τόσο που να μπορεί αργότερα και μόνος να κοινωνήσει τη μουσική του προς το κοινό με μεγαλύτερη ευθύτητα και αλήθεια.


Χτισμένο πάνω σε τέτοιου είδους αξίες, το φωνητικό σύνολο Brigham Young University Singers (που εικονίζεται στη φωτό σε νεότερη ηχογράφηση) ερμηνεύει το έργο
When David Heard* του trendy 38άρη Eric Whitacre, συνθέτη —μεταξύ άλλων— και της πρώτης trance-opera!!! Δείτε, επίσης, βίντεο με τον ίδιο το συνθέτη να διευθύνει την ηχογράφηση της μίνι σατυρικής του τριλογίας The Animal Crackers.


* When David heard that Absolom was slain he went up into his chamber over the gate and wept, and thus he said: O my son Absalom, my son, my son Absalom! Would God I had died for thee, O Absolom, my son, my son! [Samuel II, 18:33]

* Και εταράχθη ο βασιλεύς (Δαβίδ) και ανέβη εις το υπερώον της πύλης, και έκλαυσε· και ενώ επορεύετο, έλεγεν ούτως· Υιέ μου Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ· είθε να απέθνησκον εγώ αντί σου, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου.
[Σαμουήλ Β΄, 18:33]