Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Θέμα γούστου;



Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που έγραψα κάτι σε τούτο εδώ το blog... Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή μου που δε θέλω να πω πολλά· ή δεν έχω να πω πολλά. Και προτιμώ να είμαι σιωπηλός.

Πέρασε καιρός κι από τότε που ανακάλυψα κάποιους πραγματικά ωραίους δίσκους, κάποιες ωραίες καινούριες ερμηνείες... Χάθηκα κυριολεκτικά σήμερα το απόγευμα σε ήχους και φωνές ιδανικές· ιδανικές σύμφωνα με τα δικά μου προσωπικά κριτήρια: απλές, μεστές, χωρίς έπαρση, χωρίς επιβολή, ακριβείς και ακριβές, ικανές να δέσουν μεταξύ τους και να δώσουν χώρο στις άλλες φωνές και τα όργανα...

Το ωραίο, το ιδανικό είναι ασφαλώς υποκειμενικό. Το ίδιο ισχύει και για το γούστο. Η κριτική είναι κάτι ελαφρώς διαφορετικό. Δεν αποτελεί δημοσιοποίηση του προσωπικού, υποκειμενικού γούστου μας, αλλά των αντικειμενικών στοιχείων εκείνων που θα μπορούσαν να μας κάνουν να αποφασίσουμε εάν κάτι είναι του γούστου μας ή όχι.

Τις περισσότερες φορές που ζητάμε την κριτική κάποιου για μία μουσική ερμηνεία που έτυχε να παρακολουθήσει, εκείνος μας μεταφέρει απλά το προσωπικό του γούστο αντί να μας κατατοπίσει ως προς τη συνολική εικόνα της συγκεκριμένης ερμηνείας. Αρκείται στο «δε μου άρεσε το δεύτερο μέρος· με άγχωσε», αντί να μας πει ότι «το δεύτερο μέρος ο μαέστρος το πήρε γρήγορα, σαν σε μία κίνηση, βγάζοντας πιο έξω τον αρμονικό σκελετό, αδιαφορώντας μάλλον για για τις μικρές διαβατικές λεπτομέρειες», αφήνοντας απέξω δηλαδή την πληροφορία εάν η συγκεκριμένη πρακτική είναι σύμφωνη με το γούστο του ή όχι.

Πολύς κόσμος που ξεκινά να ανακαλύπτει τον κόσμο της κλασικής μουσικής με ρωτάει συχνά πώς θα βρει άκρη στον κυκεώνα της δισκογραφίας, αναζητώντας μια «καλή» εκτέλεση ενός έργου. Δύσκολο να απαντήσει κανείς με σιγουριά... Πώς να χαρακτηρίσει κανείς μία ερμηνεία ως «καλή»; Και πώς να αφήσει το προσωπικό του γούστο απέξω;

Αυτό που εγώ προσπαθώ να πετύχω σε μία τέτοια περίσταση είναι να οργανώσω τα συναισθήματά μου μέσω της λογικής. Το πρώτο και πιο βασικό συστατικό που θα αναγνώριζα σε μία καλή ερμηνεία είναι η αλήθεια της· χωρίς να δίνω σημασία στο πώς «λέγεται» κάτι, ψάχνω να δω εάν είναι καταρχάς ειλικρινές, εάν με πείθει δηλαδή η όλη αντιμετώπιση του έργου. Πιστέψτε με, το γεγονός ότι ο ερμηνευτής έχει καταλάβει καλά το έργο είναι ένα πράγμα που φαίνεται. Άσχετα αν εκείνος έχει καταλάβει κάτι διαφορετικό από μας. Σημασία έχει να μπορεί ο ερμηνευτής να περάσει στον ακροατή με ειλικρίνεια και πειθώ αυτό που έχει καταλάβει για το έργο, αυτό που έχει αισθανθεί.

Ένα δεύτερο συστατικό είναι η ιστορική συνέπεια της ερμηνείας, με άλλα λόγια η σαφής προσπάθεια σεβασμού του πνεύματος του συνθέτη και της εποχής του. Εδώ τα πράγματα είναι μετρήσιμα και δε χρειάζεται να είναι κανείς μουσικολόγος για να τα εκτιμήσει. Λίγο διαβασματάκι σε σχετικά βιβλία, ειδικά περιοδικά και sites, ακόμα και στη wikipedia λ.χ., είναι αρκετό για να σχηματίσει κανείς μια κάποια εικόνα για τα στυλ και τς πρακτικές.

Ως τρίτο και τελευταίο συστατικό αφήνω την τεχνική ακρίβεια. Ο καθένας, βέβαια, μπορεί να έχει διαφορετικές απαιτήσεις σ' αυτόν τον τομέα· ένας μουσικός, φυσικά, θα έχει πολύ μεγαλύτερες, ειδικά σε ό,τι αφορά το όργανό του. Υπάρχει όμως πάντα ένα κατώφλι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί —κατά κάποιον τρόπο— αντικειμενικό: η τεχνική επάρκεια οφείλει να είναι τέτοια ώστε να μη μας απασχολεί κατά την απόλαυση του έργου, να μην αλλοιώνει την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της ερμηνείας. Θεωρώ πως αυτό είναι το ελαχίστως αποδεκτό.

Πάντως, το πιο δύσκολο κομμάτι μιας αντικειμενικής κριτικής είναι η συναισθηματική μας προσκόλληση στην πρώτη εκτέλεση από την οποία ανακαλύψαμε το έργο, γεγονός που πολλές φορές θολώνει τα νερά και δημιουργεί απατηλές εντυπώσεις για την ταυτότητά του. Ένας μουσικός θα μπορούσε να προσπεράσει το σκόπελο με την ανεύρεση και τη μελέτη της παρτιτούρας· όμως ο μέσος ακροατής δεν έχει τέτοιες ευκολίες. Έτσι, το θέμα επαφίεται στη διαίσθηση και την εμπειρία του, που με τον καιρό τον οδηγεί σε πιο ασφαλή μονοπάτια.

Πέρα από τα παραπάνω και το ανοιχτό μυαλό που μια τέτοια διαδικασία προϋποθέτει, καθένας μας οφείλει να είναι γεμάτος καλή προαίρεση και οπλισμένος με υπομονή.


Σας βάζω να ακούσετε σήμερα ένα απόσπασμα από το τελευταίο μου απόκτημα: τη Μεγάλη Λειτουργία σε σι ελάσσονα του J. S. Bach με μαέστρο τον Jos van Veldhoven (δεύτερος από αριστερά στη φωτό). Ο βαρύτονος Peter Harvey τραγουδά Et in Spiritum Sanctum από το Credo (Το Σύμβολον της Πίστεως). [Περισσότερες πληροφορίες εδώ. Δείτε κι ένα βίντεο σχετικό με την εν λόγω ηχογράφηση.]


Et in Spiritum Sanctum Dominum et vivificantem,
qui ex Patre Filioque procedit;
qui cum Patre et Filio simul adoratur et conglorificatur;
qui locutus est per Prophetas.
Et unam sanctam catholicam et apostolicam ecclesiam.

Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, (καὶ) τὸ ζωοποιόν,
τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον,
τὸ σὺν πατρὶ καὶ υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον,
τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν·


Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Ελ. που με ξεκούνησε από τη σιωπή των ημερών.