Αναρωτιόμαστε πολλές φορές, εμείς οι τραγουδιστές, γιατί το κοινό δε μας δίνει τη σημασία που θα θέλαμε. Ας μην κρυβόμαστε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις σε μας ή σε συναδέλφους που το κοινό δεν εκστασιάζεται όπως θα περιμέναμε αλλά απλά αρκείται σε φιλοφρονήσεις και ορισμένους τεχνικούς χαρακτηρισμούς προκειμένου να κρύψει τη βαρεμάρα του γι' αυτά που άκουσε. Δε μιλώ για τους συναδέλφους που έρχονται κατά καιρούς ν' ακούσουν τη δουλειά μας – μιλώ για τους μη μουσικούς, τους απλούς ακροατές. Κι αυτό γιατί οι συνάδελφοι δε ακούν σχεδόν ποτέ το αποτέλεσμα με το αυτί «στην καρέκλα του θεατή» αλλά με το αυτί «στην κουίντα των παρασκηνίων».
Οι συνήθεις ανασφάλειές μας καταφέρνουν σχεδόν πάντα να μας οδηγούν στα λάθος συμπεράσματα. Τις περισσότερες φορές πιστεύουμε ότι δεν προσπαθήσαμε αρκετά. Άλλες πάλι φορές θεωρούμε το κοινό «μη μυημένο» – κάτι που δεν είναι φυσικά πέρα για πέρα ψευδές. Άλλες πάλι, περιμένουμε από τον κόσμο να αναγνωρίσει τις αρμονικές ή χρονικές δομές από τις οποίες γοητευτήκαμε μελετώντας το εκάστοτε έργο. Μόνο που... ο κόσμος δεν κρατά στα χέρια του την παρτιτούρα! Και ούτε ήρθε για να μελετήσει αλλά για να ακούσει!
Πόσο δύσκολο είναι αλήθεια να περάσεις στον κόσμο την αίσθηση που έχεις εσύ από την παρτιτούρα...! Και πόσο πιο δύσκολο είναι να αναδημιουργήσεις στην ψυχή του
τη μουσική που κάποιος πίσω από αυτή την παρτιτούρα εμπνεύστηκε! Ή έστω ένα μέρος απ' αυτήν...
Ας μου επιτραπεί να κάνω μία μεγάλη παρένθεση και να τη χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα γι' αυτό που έχω μέσα στο μυαλό μου και θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Σε όλους μας έχει τύχει να μας ρωτήσει κάποιος πώς να έρθει στο σπίτι μας. Κι εσείς κι εγώ έχουμε διαχωρίσει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες: σ' εκείνους που κάνουν καλές περιγραφές και σ' εκείνους που... δεν κάνουν. Θέλω να πιστεύω —απ' όσο λένε οι φίλοι μου, δηλαδή— ότι ανήκω στην πρώτη μερίδα. Το έχω αναλύσει, όμως, και μπορώ ευθύς αμέσως να σας πω το γιατί. Ξεκινώ πάντα με την υπόθεση ότι ο αποδέκτης του δρομολογίου που θα περιγράψω είναι λευκό χαρτί. Δε θεωρώ ως δεδομένο ότι γνωρίζει την περιοχή, δε θεωρώ δεδομένο ότι γνωρίζει τους ίδιους βασικούς δρόμους που υποθέτω εγώ, δε θεωρώ δεδομένο ότι θα έρθει με συγκεκριμένο μέσο και από συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και, αν δε μου καλύψει αυτές τις απορίες, ξεκινώ γενικά και δίνω επιλογές. Δεν ξεκινώ να λέω «μόλις περάσεις το φανάρι θα κάνεις αριστερά», χωρίς να ξέρω (ή να του εξηγήσω) αν θα έρθει από την άνοδο ή την κάθοδο της λεωφόρου και δε θα πω ποτέ γενικά ένα «απέναντι από το περίπτερο», τη στιγμή που το περίπτερο βρίσκεται σε γωνία και η έννοια «απέναντι» μπορεί να υποδηλώνει δύο διαφορετικές κατευθύνσεις —κάθετες μεταξύ τους— που εγώ μπορεί να μην τις έχω ποτέ σκεφτεί έτσι, βλέποντάς το μόνο από τη μεριά μου. Αντίστοιχα, απαιτώ κι εγώ (μάταια πολλές φορές – το ομολογώ και προτιμώ τους χάρτες!) έναν εφάμιλλο προσανατολισμό μου από τους άλλους και όχι ένα «μετά την πιτσαρία» που δε φαίνεται καθόλου όπως έρχομαι αλλά ο συνομιλητής μου την ξέρει γιατί από κει παραγγέλνει συνήθως...!
Τα ίδιο πράγμα ακριβώς συμβαίνει και στο τραγούδι (στη μουσική γενικότερα). Δείτε το καθαρά πρακτικά: ανεβαίνετε στη σκηνή για να τραγουδήσετε μία άρια. Δε θα παιχθεί όλη η όπερα – μόνο αυτή η άρια. Εσείς ξέρετε (ξέρετε;) τι έχει προηγηθεί στη σκηνή και πού θα οδηγήσει – το κοινό σας όμως όχι! Ε, εκτός αν είναι πολύ φαν της συγκεκριμένης όπερας. Τι θα κάνετε; Καλά, μπορείτε να του έχετε γράψει μια σύνοψη στο πρόγραμμα ή να του την περιγράψετε πριν το τραγούδι – αν και συνήθως αυτό χαλάει την ατμόσφαιρα της βραδιάς, αφού οι άνθρωποι ήρθαν ν' ακούσουν το τραγούδι σας και όχι το «μπλα-μπλα» σας! Μέχρι να τελειώσει η εισαγωγή και να βρεθείτε στην ατάκα σας, έχετε όλο το χρόνο να βιώσετε τη στιγμή σαν όλη η όπερα (πώς λέμε: η ζωή...) να πέρασε μπροστά από τα μάτια σας!!! Και ο θεατής αυτομάτως μπαίνει «μέσα», χωρίς περιλήψεις και χωρίς εξηγήσεις.
Μαγικό; Μπα... Εύκολο! Τα δύσκολα είναι αλλού. Πώς θα κάνεις τον ακροατή να αισθανθεί αυτό που εσύ βλέπεις σε μια παρτιτούρα (που εκείνος δεν έχει δει ποτέ) και εκείνο που ο συνθέτης προσπάθησε να περιγράψει; Δεν είναι κάπως σαν ο συνθέτης να μας έδωσε έναν —περισσότερο ή λιγότερο λεπτομερή— χάρτη για ένα μέρος που δεν έχουμε δει παρά μόνο από φωτογραφίες [δίσκους, συναυλίες άλλων] και εμείς να προσπαθούμε να δείξουμε με λόγια και κινήσεις στο κοινό πώς θα «ταξιδέψει» εκεί, πείθοντάς το μάλιστα ότι εμείς έχουμε ήδη φτάσει στον προορισμό και τον περιμένουμε;;;
Χμ... σας προβλημάτισα μάλλον... Κι όμως, υπάρχει τρόπος – πρακτικός μάλιστα. Απλώς, σπανίως μας τον διδάσκουν, για λόγους που μπορούν να αποτελέσουν μια άλλη ξεχωριστή συζήτηση. Και δεν είναι άλλος από το να σκεφτούμε τον ακροατή σαν ένα άγραφο χαρτί και να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του συνθέτη. Οι περισσότεροι αθώοι και αδαείς περί τα μουσικά νομίζουν ότι μία σύνθεση χτίζεται στο χαρτί. Στο μυαλό χτίζεται. Όπως και το ποίημα ενός ποιητή. Και μετά γράφεται στο χαρτί (καμιά φορά περνάει κι από το οικείο όργανο του δημιουργού). Αν και... για να λέμε και του στραβού το δίκιο... το χαρτί (όπως και στην ποίηση) είναι συνήθως απαραίτητο σε μεγάλες δομές (εκτός αν είστε ο Μότσαρτ!). Και πάλι όμως, οι επιμέρους φράσεις ενός μουσικού οικοδομήματος περνούν πρώτα από το μυαλό του συνθέτη.*
Τώρα..., ανάλογα με το πόσο πρακτικός νους είναι ο συνθέτης, κάποια πράγματα τα αποτυπώνει στο χαρτί και κάποια άλλα τα εννοεί. Πάντα εκτιμούσα εκείνους τους συνθέτες που φρόντιζαν να σε κατατοπίζουν για κάθε διφορούμενο σημείο. Σκεφτείτε όμως πως οι περισσότεροι μεγάλοι δημιουργοί είχαν τους ερμηνευτές δίπλα τους και δεν υπολόγιζαν ότι τα γραπτά τους θα ταξίδευαν κάποτε στο χώρο και το χρόνο! Ειδικά στην παλιότερη μουσική αυτό. Έτσι, είμαστε υποχρεωμένοι να ερευνούμε τις ζωές τους και τις συνήθειες των εποχών προκειμένου να τους καταλάβουμε.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποια μικρά πραγματάκια που παραμένουν κοινά σε μία μελωδική γραμμή και που —ενώ θα έπρεπε να λειτουργούν αυτονόητα για μας— χάνονται μέσα στις μεγάλες δομές και στην προσπάθεια του τεχνικώς κατορθωτού. Οι μουσικοί αναφέρονται συνήθως σ' αυτά με τον όρο
φραζάρισμα. Παραπλανητικός ο όρος...; Πιθανώς... Οι περισσότεροι τον καταλαβαίνουν μάλλον υπεραπλουστευμένα... οριοθετώντας απλά την αρχή και το τέλος κάθε μουσικής φράσης, άντε και το σημείο στο οποίο οδηγεί ή κορυφώνεται. Και η κάθε φράση ακούγεται σαν ένα παραλληλόγραμμο, ένα σχήμα με σαφείς ακμές, γωνίες και κέντρο, αλλά σχεδόν απίθανο να το συναντήσει κανείς στη φύση. Τι φταίει λοιπόν ο θεατής που βαριέται με αυτό που ακούει; Γιατί να μην ακολουθήσει κανείς μια πιο ελεύθερη καμπύλη (οι καμπύλες απαντώνται στη φύση κατά κόρον), με βάση το ρυθμό, το τονικό ή αρμονικό περιεχόμενο, την επαναληψιμότητα του περιεχομένου, το νόημα των στίχων (φυσικά!) και τη συνολική διάθεση της μουσικής και του κειμένου που τραγουδά;
Και γιατί να μη διακόψει, κιόλας, τη συνέχεια της μιας τέτοιας καμπύλης, ανεπαίσθητα, σαν το μολύβι του σκιτσογράφου που ζωγραφίζει έναν γρήγορο κύκλο... Έχετε δει μερικές φορές που το μολύβι ανασηκώνεται από την ταχύτητα και η καμπύλη του κύκλου αφήνει το χαρτί για λίγα χιλιοστά και το ξαναγγίζει λίγο πιο πέρα... Ε λοιπόν, εμείς μια χαρά τον βλέπουμε τον κύκλο, ακόμα και έτσι! Δείτε ένα μικρό παράδειγμα – έστω μία ελάχιστη μουσική φράση σε ντο μείζονα, αγωγή τριών τετάρτων, όλη σε τέταρτα και με την πρώτη νότα στην άρση:
[ treble clef, 3/4, do | re mi fa | sol ]Προσέξτε ότι δε χρησιμοποίησα (επίτηδες) κανένα σημάδι σύζευξης, έκφρασης ή τονισμού. Φανταστείτε ότι αυτή η φράση είναι η εναρκτήρια ενός βαλς και ότι η ορχήστρα σας συνοδεύει σε ντο μείζονα γι' αυτά τα δύο πρώτα μέτρα. Για σφυρίξτε την. Για τραγουδήστε την τώρα – χωρίς να αναφέρετε τα ονόματα των φθόγγων, παρακαλώ. Δεν κάνουμε
σολφέζ εδώ. Προτιμήστε ένα φωνήεν που σας προδιαθέτει εκφραστικά (συνήθως
α ή
ο). Αδιάφορο, ε...; Τώρα κολλήστε σύμφωνα στην αρχή (και στο τέλος, αν θέλετε) της κάθε νότας και γράψτε συνολικά τη φράση που τραγουδάτε στο χαρτί. Νομίζω πως φαντάζομαι τι έχετε κάνει. Να μαντέψω; Κάτι σαν:
λα-λά-λα-λα-λά ή
πα-πά-πα-πα-πά ή
τα-τά-τα-τα-τά... Μμ... ναι, ίσως το λ να λειτουργεί κάπως επιβραδυντικά και προσωπικά θα το απέφευγα... αλλά ΟΚ. Σας αρέσει αυτό που ακούτε; Ή μήπως είναι λιγάκι βαρετό;;;
Να ρίξω κι εγώ μία ιδέα στο τραπέζι; Και θα σας την αναλύσω μετά. Τι θα λέγατε για ένα:
παμ-τί-ραμ-ταν-τόμ; Εγώ σας το προτείνω ανεπιφύλακτα! Και εξηγούμαι. Διαλέγω ν' αρχίσω την πρώτη νότα (ντο) μ' ένα εμφατικό
π και να διαχωρίσω τον εισαγγελτικό της ρόλο προς την επόμενη με ένα τελικό
μ. Στη δεύτερη (ρε) προτιμώ ένα τονισμένο μακρό
ι αντί του
α, μιας και η νότα είναι μεν στη θέση του μέτρου (πράγμα που υποδηλώνεται από την πλήρη διάρκεια του φωνήεντός μου, απουσία τελικού συμφώνου) αλλά αισθάνομαι ότι ένα πιο κλειστό και οξύ φωνήεν ταιριάζει καλύτερα σε μια νότα εκτός συγχορδίας, μια επέρειση προς το επερχόμενο μι. Η τρίτη νότα (μι) είναι η λύση της επέρεισης και την ξεκινώ με ένα
ρ ώστε να δεθεί επαρκώς με το προηγηθέν ρε, ενώ το
α που ακολουθεί δίνει την αίσθηση της λύσης, χωρίς όμως να τονίζεται σε διάρκεια, κλείνοντας σύντομα σε ένα
μ. Η τέταρτη νότα (φα) δεν είναι παρά μια άρση προς το τελικό σολ, πιο ισχυρή και διαρκής από το μι, αλλά που οδηγεί μ' ένα τελικό
ν άμεσα μεν με σαφήνεια δε προς τον δεσπόζοντα φθόγγο της συγχορδίας. Αυτόν τον τελευταίο φθόγγο (σολ) τον θέλω πιο στρογγυλό, πιο καταληκτικό, ίσως μικρότερο από την ονομαστική του διάρκεια και με σαφές, μαλακό κλείσιμο – ένα καθαρό
τ, ένα
ο που είναι εκ των πραγμάτων πιο ασθενές κι ένα
μ που τον κλείνει εγκαίρως κάνουν ωραιότατα τη δουλειά! :-) Θέλετε και το κερασάκι στην τούρτα; Κοντύνετε το
ι, αφαιρέστε το
ρ και ευθύς αμέσως έχετε το feeling ενός πραγματικού βιεννέζικου βαλς!!! Κρατήστε τώρα αυτή την αίσθηση και βάλτε ό,τι κείμενο θέλετε στο τραγουδάκι μας...!!!
Αυτό που φτιάχνω, λοιπόν, είναι μία φράση με αρχή, μέση και τέλος, με μια λογική πορεία αλλά και με την κάθε νότα να κρατά την αυτονομία και την ιδιαίτερη λειτουργία της. Αν ζητούσα μία καμπύλη που να περιέγραφε όλη αυτή τη λογική, σίγουρα δε θα ήταν μία τυπική legatura. Ωστόσο, ακόμα και με μία legatura γραμμένη πάνω από τις πέντε νότες, πιστεύω πως το φραζάρισμά μου δε θα ήταν πολύ διαφορετικό – ίσως με πιο συνοπτικές τις μεταβάσεις. Για μένα, η φυσική κατάσταση μιας μουσικής φράσης δεν είναι εξ ορισμού το
legato, ούτε βέβαια μία τεμαχισμένη άρθρωση. Αφήστε που ο μεγαλύτερος φόβος που κρύβεται πίσω από ένα συνεχές legato είναι η στατικότητα της μουσικής. Δώστε σε δέκα τραγουδιστές να σας τραγουδήσουν ένα κρεσέντο σε τέσσερα διαδοχικά τέταρτα και στους περισσότερους απ' αυτούς θα ακούσετε μάλλον τέσσερα σκαλοπάτια διαφορετικής αλλά σταθερής δυναμικής παρά μία διαρκή αύξηση της έντασης που να μεταλαμπαδεύεται από νότα σε νότα. Δώστε τους πέντε ίδιες νότες στη σειρά και θα τις ακούσετε τόσο κολλημένες μεταξύ τους και τόσο αδιάφορες συνάμα, χωρίς να διακρίνεται ο λόγος που ο συνθέτης επέλεξε για την επανάληψη.
Φυσικά, όλα αυτά δεν ισχύουν μόνο στο τραγούδι αλλά και σε κάθε άλλο όργανο. Στα έγχορδα και στα πνευστά, μάλιστα, είναι πολύ πρακτικότερο να περιγράψει κανείς τη μουσική άρθρωση: το legato στα βιολιά γίνεται με ενιαία δοξαριά και στα πνευστά με ενιαία εκπνοή... Λιγότερο προνομιούχοι είναι σαφώς οι πιανίστες, αφού ο φθίνων κρουστός ήχος των χορδών τους απαιτεί μεγαλύτερη φαντασία ώστε να μιμηθεί κανείς την ευελιξία της άρθρωσης μιας ανθρώπινης φωνής ή των άλλων οργάνων. Πόσο ενδιαφέρον γι' αυτούς είναι να κατέχουν ένα ακόμη όργανο ή να τραγουδούν αυτά που πρόκειται να παίξουν!
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη από τους μην κατέχοντες τη μουσική ορολογία για το τεχνικό χαρακτήρα των παραπάνω παραγράφων – και γνωρίζω ότι με διαβάζουν αρκετοί απ' αυτούς. Όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγράψω με σχετική συντομία τέτοια φαινόμενα χωρίς να μπω καθόλου σε χωράφια θεωρητικών και ορολογίας.
Το σημαντικότερο όλων —και σ' αυτό θέλω να καταλήξω— είναι ότι όλα αυτά τα περίεργα είναι εκείνα που κάνουν τη μουσική να ρέει, να μην είναι στατική, βαρετή και αδιάφορη για όλους εκείνους που θα τη γευτούν. Μερικές φορές, εμείς οι μουσικοί αρκούμαστε στο να κατηγορούμε τους γύρω μας ότι δεν καταλαβαίνουν, ότι δεν έχουν την παιδεία. Ας κοιταζόμαστε κάπου-κάπου, όμως, και στον καθρέφτη – όχι για να αυτοθαυμαστούμε αλλά για να διαγνώσουμε τα δικά μας λάθη, τις δικές μας παραλείψεις.
_______
* Ρε γαμώτο, η λέξη συνθέτης ποτέ δε μου άρεσε... Είναι σα να λες το ζωγράφο «μακετίστα»! Εντάξει, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, όλα κάπου προϋπάρχουν – αλλά η λέξη συνθέτης παραπέμπει σε κολάζ! Έλα όμως που το μουσουργός είναι μεγάλο και βαρύ και το δημιουργός παραπέμπει στα θεία...